- τσάπισμα
- το, -ατοςτο σκάψιμο με τσάπα ή με τσαπί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσάπισμα — το, Ν [τσαπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσαπίζω, σκάλισμα … Dictionary of Greek
σκάλισμα — το, ατος 1. τσάπισμα, ελαφρό σκάψιμο: Ο κήπος θέλει σκάλισμα. 2. σμίλευση, λάξεμα. 3. διερεύνηση, ψάξιμο. 4. ανακίνηση κάποιου ζητήματος: Τον στενοχωρεί το σκάλισμα των περασμένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)